Οι φακοί επαφής αποκτούν ολοένα και περισσότερους φανατικούς οπαδούς. Όλοι όσοι φορούν γυαλιά, αναρωτιούνται κάποια στιγμή πως θα ήταν να βλέπουν χωρίς αυτά, φορώντας φακούς επαφής. Ποιος είναι, όμως, ο ιδανικός χρήστης;
Το σημαντικότερο βήμα για έναν εφαρμοστή φακών επαφής, προκειμένου να προβεί στην επιλογή του ιδανικού χρήστη και του ιδανικότερου τύπου φακού γι’ αυτόν, είναι η λήψη του ιστορικού του υποψήφιου.
Ξεκινώντας από την ηλικία του εξεταζόμενου, πολλές φορές οδηγούμαστε κατευθείαν στον τύπο φακού επαφής που θα εφαρμόσουμε. Ενώ δεν υπάρχει μέγιστη ή ελάχιστη ηλικία χρήσης φακών επαφής, με την πάροδο του χρόνου προκαλούνται στον οφθαλμό ορισμένες αλλαγές, όπως μειωμένη έκκριση δακρύων, μειωμένο βλεφαρικό άνοιγμα και μειωμένη ευαισθησία κερατοειδούς. Οι ηλικιωμένοι, εξαιτίας αυτών των μεταβολών, ευνοούνται από την εφαρμογή σκληρών φακών επαφής, ενώ για τα παιδιά καλύτερη λύση αποτελούν οι μαλακοί φακοί επαφής, συχνής αντικατάστασης, λόγω των προβλημάτων χειρισμού και της μεταβλητής αμετρωπίας που παρουσιάζουν.
Το κίνητρο, καθώς και οι λόγοι που ωθούν το άτομο στη χρήση φακών επαφής, είναι εξίσου σημαντικά. Μόνο έτσι θα είναι επιτυχής η χρήση τους, γιατί -χωρίς ενδιαφέρον- η φροντίδα τους θα είναι ελάχιστη.
Το περιβάλλον εργασίας του εξεταζόμενου αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα, που επηρεάζει με τη σειρά του την επιλογή φακού. Έτσι λοιπόν, δε συνιστάται η χρήση φακών επαφής σε ξηρό περιβάλλον, εξαιτίας της αφυδάτωσής τους και, κατά συνέπεια, τη μη άνεσή τους. Άτομα που χρησιμοποιούν για πολλές ώρες ηλεκτρονικό υπολογιστή, λόγω της υπερεξάσκησης της προσοχής, μειώνουν τους βλεφαρισμούς, με αποτέλεσμα την εξάτμιση της υδάτινης δακρυϊκής στιβάδας. Σε αυτή την περίπτωση, συνιστώνται φακοί επαφής χαμηλής περιεκτικότητας σε νερό.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση, προκειμένου να αναγνωρίσουμε οποιεσδήποτε αντενδείξεις για την εφαρμογή φακών επαφής, είναι η παρουσία συστηματικών ασθενειών και η λήψη φαρμάκων.
Σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη αντενδείκνυται η χρήση φακών επαφής, γιατί αυτή η ασθένεια επιδρά σε ίριδα, επιπεφυκότα, βλέφαρα, κερατοειδή. Η δυσλειτουργία του θυρεοειδή μπορεί να προκαλέσει ξηροφθαλμία, λόγω έλλειψης δακρύων, με αποτέλεσμα την αδυναμία εφαρμογής φακών επαφής. Οι αλλεργίες επίσης, και ιδιαίτερα οι αναπνευστικής μορφής, κάνουν δύσκολη την εφαρμογή φακών επαφής, διότι προκαλούν συμπτώματα όπως φωτοφοβία, φαγούρα, δακρύρροια και κάψιμο.
Πολλά φάρμακα χορηγούμενα συστηματικώς, όπως είναι τα αντισταμινικά, τα αντιχολινεργικά, τα συμπαθητικομιμητικά, τα παρασυμπαθητικά και τα αντισυλληπτικά, επηρεάζουν τόσο την παραγωγή όσο και τη σύσταση των δακρύων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η χρήση των φακών επαφής, ιδιαιτέρως των σκληρών.
Η αμετρωπία του υποψήφιου χρήστη αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα για τη σωστή επιλογή φακού επαφής. Αν η διαθλαστική ανωμαλία (μυωπία, υπερμετρωπία) επιτρέπει μια καλή διόφθαλμη όραση με τα γυαλιά, η χρήση μαλακού φακού επαφής είναι η καλύτερη επιλογή. Αν το οπτικό πρόβλημα είναι πιο σημαντικό, όπως ανισομετρωπία, κερατόκωνος ή ανώμαλος αστιγματισμός, οι φακοι επαφής είναι το ιδανικότερο σύστημα διόρθωσης αυτών.
Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο εξετάζεται στο ιστορικό, είναι οι οφθαλμικές ασθένειες. Σε άτομα με κερατίτιδα ή επιπεφυκίτιδα, αντενδείκνυται η χρήση φακών επαφής. Επίσης, μερικές παθολογικές καταστάσεις του οφθαλμού, όπως η κρίθη, το εντρόπιο, το εκτρόπιο και η τριχίαση, μπορούν να περιορίσουν τη χρήση φακών επαφής ή ακόμα και να προσδιορίσουν την εφαρμογή συγκεκριμένου τύπου φακού. Άτομα με ιστορικό περιοδικής κρίθης, πιθανόν δεν θα είναι ικανά να φορέσουν φακούς επαφής με άνεση, ενώ άτομα με εντρόπιο, εκτρόπιο ή τριχίαση, ωφελούνται από τη χρήση φακών επαφής.
Λαμβάνοντας ένα πλήρες ιστορικό, πάντα με την καλή συνεργασία του υποψήφιου χρήστη, ο εφαρμοστής είναι σε θέση να αξιολογήσει τα δεδομένα και να επιλέξει τον κατάλληλο κατά περίπτωση φακό, ούτως ώστε ο χρήστης να έχει εγγυημένα απροβλημάτιστη εφαρμογή και χρήση των φακών επαφής.